Κύριες απασχολήσεις

των Περαχωριτών

Κύριες απασχολήσεις των Περαχωριτών στις παλιότερες εποχές ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία και η ρητινοσυλλογή. Τις περισσότερες μέρες του χρόνου τις αφιερώνανε στην καλλιέργεια των χωραφιών και στη συγκομιδή των καρπών καταθέτοντας στα κτήματά τους τον ημερήσιο κόπο και ιδρώτα τους για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους και τα απαραίτητα αγαθά της οικογένειάς τους.

Καθημερινή τους φροντίδα, επιπλέον, ήταν η βόσκηση και εκτροφή των ζώων, αφού το κάθε περαχωρίτικο  σπίτι είχε απαραίτητα κατσίκες, κότες, αλλά και άλογα, βόδια, μουλάρια, γαϊδούρια και σε πολλές περιπτώσεις και λίγα γιδοπρόβατα.

Η γεωργική ζωή της Περαχώρας

Στους μεγάλους κάμπους της Περαχώρας – Φούσα, Κάτω Φούσα, Ασπρόκαμπος – καλλιεργούνταν όλων των ειδών τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη) και φυτά που προορίζονταν για ζωοτροφές (λαθούρι, βίκος, τριφύλλι), στους μεγάλους ελαιώνες σε διάφορες περιφέρειες του χωριού τα λιόδεντρα έδιναν κάθε χρόνο πλούσια σοδειά περαχωρίτικης λαδοελιάς για την παραγωγή του εκλεκτού ελαιόλαδου. Από τους ορεινούς αμπελώνες στο Μοράιθι, στο Σέλκι, στο Κουκουνάρθι, στη Φλιτζάζεζα και στην Καμάρεζα προερχόταν το περίφημο ρετσινωμένο περαχωρίτικο κρασί, γνωστό σε όλη την περιφέρεια της Κορινθίας. Επιπλέον, οι «πευκαράδες» Περαχωρίτες τα καλοκαίρια στα πυκνά δάση του χωριού πελεκούσαν με τα κοφτερά σκερπάνια τους κορμούς των πεύκων, για να μαζέψουν το ρετσίνι, συμπληρώνοντας, έτσι, το ετήσιο εισόδημά τους.

Στις αγροτικές εργασίες που ξεκινούσαν το φθινόπωρο και ολοκληρώνονταν το επόμενο καλοκαίρι (η γεωργική ζωή περιελάβανε : όργωμα, σπορά, βοτάνισμα, καθαρισμός των χωραφιών από αγριόβατα, αγριάδες και αγριάγκαθα, θέρισμα, αλώνισμα, λίχνισμα, κοσκίνισμα, άλεσμα του καρπού, θειάφισμα των αμπελιών, κορφολόγημα, τρύγος, πάτημα των σταφυλιών και εκχύμωση, οινοποίηση,  λίπανση των ελαιόδεντρων, κλάδεμα, κέντρωμα, λιομάζωμα). Σε όλες αυτές τις κοπιαστικές δουλειές, οι αγρότες χρησιμοποιούσαν πλήθος παραδοσιακών εργαλείων, που το κάθε Περαχωρίτικο σπίτι διέθετε.

Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν τα εργαλεία αυτά έπαιξαν όλα πρωτεύοντα ρόλο στην καλλιέργεια της γης για πολλούς αιώνες. Με την έκρηξη της προόδου, τις τελευταίες δεκαετίες, άρχισαν σταδιακά να παραχωρούν τη θέση τους στην τεχνολογία και τώρα τα βλέπουμε στις λαογραφικές αίθουσες και στα μουσεία. Αρκετά, όμως, από αυτά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.

  • για το σκάψιμο, το όργωμα, το σβάρνισμα και τη σπορά των χωραφιών

  • την αμπελουργία, την ελαιοκομία & άλλες γενικότερες χρήσεις

  • για τον θερισμό, αλώνισμα και το λίχνισμα των δημητριακών

  • για τη γενικότερη επεξεργασία της συγκομιδής

Από αυτά τα σπουδαιότερα ήταν: ζυγός, άροτρο-αλέτρι, υνί, βουκέντρα, σβάρνα, δρεπάνι, παλαμαριά, δουκάνη, καρπολόγι, δικούλι, τσουγκράνα, δεκριάνι, κόσκινο, δριμόνι, λιχνιστική μηχανή, κρησάρα, σέσουλα. Μυλόπετρες και χειρόμυλος, ψιχαστήρα-ψεκαστήρας, πριόνι, φαλτσέτα, κλαδευτήρι, ψαλίδι, μαχαίρι, κόφα – κοφίνι, τρυγοκόφινο, στρίβλα, μπότσα, κόσα, ξύλινες σκάλες, χτένες, τσουβάλια, απλάδες – λιόπανα, τσεκούρι, σκερπάνι, ξινάρι, αξίνα, τσάπα, τσαπί, σκαλιστήρι, φτυάρι, κασμάς, βαριοπούλα, λοστός κ.ά.

Στο Λαογραφικό Μουσείο Περαχώρας και στον αύλειο χώρο του εκτίθεται μια ολοκληρωμένη συλλογή εργαλείων και μηχανών του περασμένου αιώνα, που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας στον καθημερινό αγώνα της αγροτικής και γεωργική τους ζωής.

«Πευκαράδες» – Ρετσίνι «το δάκρυ των πεύκων»

Οι Περαχωρίτες για δεκαετίες ολόκληρες δραστηριοποιούνταν με τη ρητινοσυλλογή, άρρηκτα δεμένοι με το όμορφο δάσος της Περαχώρας, προσφέροντας σ’ αυτό ταυτόχρονα πολύτιμες υπηρεσίες στην προστασία και την ανάπτυξή του. Η συλλογή του ρετσινιού – βασική πηγή εσόδων και μέσο επιβίωσής τους –  ήταν μια εργασία ιδιαίτερα επίπονη και σκληρή που γινόταν κάτω από αντίξοες συνθήκες και σε δύσβατες περιοχές χωρίς υποδομές και ευκολίες. Από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβρη – τότε που λόγω των υψηλών θερμοκρασιών το ρετσίνι ρέει, σε αντίθεση με τον χειμώνα που παγώνει και στερεοποιείται –  οι πευκαράδες δούλευαν στα δάση παρέες παρέες για το δύσκολο μεροκάματο.

Η διαδικασία συλλογής της ρητίνης ακολουθούσε με ευλάβεια τον ίδιο ακριβώς παραδοσιακό – πατροπαράδοτο τρόπο για χρόνια: το κούρεμα της φλούδας, το πελέκημα- χτύπημα, το ράντισμα με τη φούσκα στα νεότερα χρόνια για να «δακρύσει» το δέντρο, η εντομή, η εγκοπή δηλαδή και από κάτω το «κουπάκι», το τενεκεδάκι/κουβαδάκι για το μάζεμα. Για περίπου 10 μέρες το πεύκο έσταζε το πολύτιμο δάκρυ του, το ρετσίνι, και ύστερα, η πληγή του δέντρου έκλεινε.

Ο ρητινοσυλλέκτης ξεκινούσε από το χωριό με το ζώο για την εργασία του από τα ξημερώματα, εργαζόταν σε υψηλές θερμοκρασίες, σε αφιλόξενο περιβάλλον που έκρυβε πολλούς κινδύνους και με δύσκολη πρόσβαση στο δάσος, ενώ πολλές φορές βρισκόταν αντιμέτωπος με μολύνσεις, εγκαύματα και αναπνευστικά προβλήματα (από τους ψεκασμούς με το θειικό οξύ). Φορτωνόταν με μεγάλο βάρος αυτός και το ζώο του και διένυε απότομα ανηφορικά και κατηφορικά χιλιόμετρα για να μεταφέρει το ρετσίνι που μάζευε.

Το «γιατάκι» και ο μεσημεριάτικος ύπνος στα πεύκα.

Ο πευκαράς παρέμενε στο δάσος ολημερίς και κατά το μεσημεράκι που ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, έκανε διάλειμμα, να ξαποστάσει λίγο κάτω από τη  δροσερή σκιά των πεύκων. Έτρωγε το φτωχικό κολατσιό του, έπινε λίγο κρασάκι και δροσερό νερό από το ασκόπουλο και έφτιαχνε ένα πρόχειρο γιατάκι. Το γιατάκι ήταν ένας χώρος με αυτοσχέδιο κρεβατάκι από την τουρκική λέξη yatak που σημαίνει κρεβάτι ή  άντρο, λημέρι, καταφύγιο για να πάρει εκεί έναν ολιγόωρο μεσημεριάτικο ύπνο, που θα του έδινε δύναμη να συνεχίσει την κοπιαστική δουλειά του και τις απογευματινές ώρες, ωσότου να βραδιάσει και να γυρίσει κατάκοπος πίσω στο χωριό.

Η κτηνοτροφία και η ποιμενική ζωή

Η κτηνοτροφία ήταν αρκετά αναπτυγμένη στην Περαχώρα, αφού το χωριό διέθετε μεγάλη και δασώδη ορεινή κοινοτική έκταση και αρκετά βοσκοτόπια. Στην οικιακή κτηνοτροφία όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν μερικά αιγοπρόβατα και άλλα ζώα που τα χρησιμοποιούσαν σαν υποζύγια για τις μεταφορές και τις γεωργικές καλλιέργειες. Τα ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα, βόδια) έβοσκαν στους κοντινούς κήπους ή παρέμεναν τις κρύες ημέρες στα κατώγια των σπιτιών και τρέφονταν με διάφορες ζωοτροφές, σανό, άχυρα και κλαριά απ’ τα δέντρα.

Οι κατ’ επάγγελμα όμως μεγάλοι κτηνοτρόφοι διέθεταν πολλές χιλιάδες αιγοπρόβατα. Το καλοκαίρι έστηναν τις στάνες τους στο βουνό και τον χειμώνα κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Δύσκολη η δουλειά του τσοπάνη, γιατί η βόσκηση γινόταν όλο τον χρόνο, από νωρίς το πρωί, από το «φώτημα», το «χάραγμα», μέχρι το σούρουπο. Ο τσοπάνης τις νύχτες έμενε συνήθως στο μαντρί του. Τα πρόβατα ή τα γίδια τα έκλεινε στο μαντρί, που ήταν μάντρα σκεπασμένη ή ξεσκέπαστος φράχτης στην μπροστινή πλευρά. Ο τσοπάνης τον χειμώνα για να προστατεύεται από το κρύο φόραγε την καπότα, πανωφόρι υφαντό στον αργαλειό από γίδινη τρίχα. Ήταν μονοκόμματη σε σχήμα τσουβαλιού, ανοιχτή μπροστά, ραμμένη μεταξύ των ώμων. Ένα άλλο χρήσιμο ρούχο για τον τσοπάνη ήταν η κάπα του, μάλλινη, υφαντή που έπεφτε πάνω του σαν ράσο. Είχε σχήμα παλτού με κουκούλα στο κεφάλι, ήταν πιο χοντρή από την καπότα και πιο ζεστή, αλλά τη διαπερνούσε η βροχή. Ρούχο περισσότερο κατάλληλο για το κρύο παρά για τη βροχή έφτανε ως τα γόνατα αντίθετα με την καπότα, που ήταν ποδήρης μέχρι τους αστραγάλους. Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήταν και μια τσάντα πέτσινη με θήκες και με λουρί, για να κρεμιέται στον ώμο, καθώς και ο ντουρβάς (το ταγάρι). Στο ταγάρι έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί, το τυρί, σκόρδα ή  ξερά κρεμμύδια, ελιές, ενώ στην πέτσινη τσάντα του ορισμένα χρήσιμα εργαλεία: σουγιά, σουβλί σακοβελόνα, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για να ανάβει φωτιά, φιτίλι κ.ά. Οι τσοπάνηδες φορούσαν ανθεκτικά τσαρούχια (γουρουνοτσάρουχα) και κρατούσαν γκλίτσα, γιατί με το γυριστό κεφάλι της γκλίτσας πιανόταν εύκολα το πρόβατο ή το αρνί απ’ το ποδάρι.

Το άρμεγμα – τυροκομειό

Το άρμεγμα των κοπαδιών άρχιζε την άνοιξη (ίσως και από τον Φλεβάρη) όταν οι βοσκοί πουλούσαν τα αρνιά και περίσσευε το γάλα. Γινόταν δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ. Όταν άρμεγαν το γάλα οι κτηνοτρόφοι, το μάζευαν στις καρδάρες. Από κει το έβαζαν στο καζάνι για να φτιάξουν το τυρί. Η τυροκόμηση γινόταν συνήθως στη στάνη, στο μαντρί αλλά και στο σπίτι. Για να τυροκομήσουν, ζέσταιναν το γάλα ώσπου να γίνει χλιαρό. Τότε ρίχνανε την πυτιά. Το σκεπάζανε αρκετή ώρα στο καζάνι και το άφηναν να πήξει. Μετά έβαζαν το τυρί σε τρυπητά πανιά (τσαντίλες) για να στραγγίζει. Με διαφορετική επεξεργασία έφτιαχναν τη μυζήθρα, το βούτυρο, το ξινόγαλο κ.ά. Το στραγγισμένο τυρί μαζί με την άλμη του (αλατισμένο τυρόγαλο) το έβαζαν στο καδί μέχρι που να ζυμωθεί.

Το έτοιμο ζυμωμένο τυρί, έμπαινε σε ασκιά, γι’ αυτό λεγόταν τουλουμοτύρι και τουλουμίσιο από το «τουλούμι», που σήμαινε ασκί. Το ασκί έπρεπε να το κλείσουν πολύ καλά για να μην πάρει αέρα. Το φύλαγαν όμως και μέσα σε πιθάρια, λαγήνες και τενεκέδες ή κάδους, βουτηγμένο πάντα σε αλατόνερο (άλμη) για να διατηρηθεί για πολύ καιρό. Η παραγωγή των τσοπάνηδων σε κτηνοτροφικά προϊόντα ήταν το γάλα, το τυρί, το βούτυρο, το γιαούρτι, η μυζήθρα, το μαλλί. Από αυτά έβγαινε το κέρδος τους καθώς και από το πούλημα των αμνοεριφίων.

Το γλυκό τραγούδι της φλογέρας

Απαραίτητη και η φλογέρα τους, την έφτιαχναν οι τσοπάνηδες και τη στόλιζαν με υπομονή, μεράκι και περισσή τέχνη. Ως το κατεξοχήν ποιμενικό όργανο, παίζεται από τους τσοπάνηδες κατά τις ώρες της βοσκής, είναι ένα όργανο δεμένο με τη φύση, τη δουλειά και τις ανάγκες του βοσκού. Κατά το παίξιμο της φλογέρας, ο οργανοπαίχτης ξομπλιάζει συνεχώς τη σύνθεσή του με διάφορα «στολίδια», που χρωματίζουν με ιδιαίτερο τρόπο τη μελωδία, συνδυάζοντάς την, μάλιστα, με τον αρμονικό ήχο των συνταιριασμένων κουδουνιών του κοπαδιού. Στο άκουσμά της, καθένας που έχει μεγαλώσει με την παραδοσιακή μας μουσική δεν μένει ασυγκίνητος.

ΠΗΓΗ – Νικόλαος Γεωργίου | Εκπαιδευτικός Π.Ε.70
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ Αθανάσιου Πρωτοπαππά