Οι Αναμνήσεις
μιας άλλης εποχής
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Δήμος Περαχώρας αριθμούσε 2.500 κατοίκους περίπου και είχε δύο πρωτεύουσες : την Περαχώρα και το κατά πολύ μικρότερο Λουτράκι, που λειτουργούσε ως θερινή πρωτεύουσα, από 1ης Απριλίου μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, εποχή κατά την οποία συνέρρεαν όσοι ήθελαν να ωφεληθούν από τα ιαματικά λουτρά που του έδωσαν και την ονομασία του. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, ένα αμαξιτός δρόμος ένωνε τους δύο οικισμούς. Από την Περαχώρα, ωστόσο, προς όλους τους άλλους προορισμούς μέσα στα όρια της μικρής χερσονήσου, δεν υπήρχαν παρά μονοπάτια που τα έκανε κανείς πεζή ή με το μουλάρι.
Οι ρυθμοί της καθημερινής ζωής στην Περαχώρα δεν άλλαξαν σημαντικά με την έλευση του 20ου αιώνα, παρόλο που η πρόσφατη, τότε, διάνοιξη της διώρυγας του Ισθμού έκανε τον Κορινθιακό μια πολυσύχναστη θάλασσα και επηρέασε καθοριστικά τη γειτονική Κόρινθο. Ένα πλέγμα χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων έδεναν το χωριό με μια αγροτική ενδοχώρα, που έφτανε βόρεια ως την Δομβραίνα, τη Θήβα και την Κωπαΐδα και νότια ως τα παράλια της Κορινθίας. Στο χωριό υπήρχε Κοινοτικό κατάστημα, Νηπιαγωγείο και Δημοτικό σχολείο. Δύο εκκλησίες, ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και ο ναός της Παναγιάς, όριζαν τις δύο ενορίες του χωριού.
Το χωριό
Τα σπίτια του χωριού ήταν χτισμένα κοντά το ένα στο άλλο. Ήταν πέτρινα, κεραμοσκέπαστα, με γωνιές πλίνθινες και ξύλινα σινάζια. Τα πιο εύπορα ήταν δίπατα : πάνω έμενε η οικογένεια και κάτω ήταν ο χώρος για τα ζωντανά και το αμπάρι για τα σιτηρά. Τα πιο φτωχικά, οι χαμοκέλες, ήταν μονώροφα. Ο σεισμός του 1929 έδωσε σε πολλούς την ευκαιρία να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους. Οι γειτονιές χωρίζονταν από καλντερίμια και πλατείες. Μπροστά από την εκκλησία των Ταξιαρχών, ήταν η αγορά, ταβέρνες, καφενεία, το κρεοπωλείο, το μανάβικο. Στο χωριό υπήρχαν τέσσερα ελαιοτριβεία, που κινούνταν με μουλάρια.
Η Οικονομία
Η γεωγραφία της περιοχής καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την οικονομία του τόπου. Απομονωμένοι στην μικρή χερσόνησο που εισχωρεί στον Κορινθιακό κόλπο, οι Περαχωρίτες ασχολούνταν κυρίως με την γεωργία και το ψάρεμα. Στις τρεις κυριότερες πεδιάδες – τον Ασπρόκαμπο, το Σέλκι και τη Φούσα- καλλιεργούσαν σιτάρι, ελιές και αμπέλια. Στόχος κάθε σπιτικού ήταν η αυτάρκεια. Για το λόγο αυτό, εκτός από τις τρεις βασικές καλλιέργειες, στην αυλή όσων σπιτιών τη διέθεταν ή σε ένα μικρό χωραφάκι, έσπερναν όσπρια, κουκιά και ρεβίθια.
Οι κότες και οι κατσίκες εξασφάλιζαν το γάλα, το τυρί και τα αυγά κάθε νοικοκυριού. Κρέας έτρωγαν σπάνια, στις γιορτές κυρίως.
Τα Επαγγέλματα
Δύο ήταν τα εμπορικά στο χωριό, που πουλούσαν κλωστές, βελόνες, ντρίλια, υφάσματα. Το ένα ήταν της Μαριγώς Τριανταφύλλου και είχε μπροστά μια αυλή με μια μουριά. Το άλλο το είχε η Πραματάραινα..
Προπολεμικά, όλες οι μεταφορές, είτε προς και από τα χωράφια, τις ελιές και τα πεύκα, είτε των εμπορικών προϊόντων που έρχονταν από την Αθήνα, γίνονταν με τα μουλάρια.
Σαγματοποιός ήταν ο Δημήτρης Γολεμάτης, που γεννήθηκε το 1919. Γύρω γύρω στο μαγαζί του ήταν κρεμασμένα δεκάδες πέταλα, οι λεγόμενες «πλάκες», που σκέπαζαν όλη την επιφάνεια της οπλής του ζώου. Καθώς και «γερμανικά», στα οποία έλειπε το κεντρικό τμήμα. Εκτός από τα σαμάρια, το σαμαρόσκουτο, το ψάθι, τα καρφιά και τα πέταλα που έβρισκες κανείς στο μαγαζί, εδώ έφερναν οι Περαχωρίτες και τα μουλάρια τους όταν άρχιζαν οι ζέστες, για το καθιερωμένο κούρεμα. Ο ανεφοδιασμός του μαγαζιού από έναν Σγούρδα, που περνούσε τακτικά και έπαιρνε παραγγελίες.
Το Αλάτι
Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη ψυγεία, το αλάτι – πέρα από την χρήση του στο καθημερινό τραπέζι- ήταν το μέσο που εξασφάλιζε τη συντήρηση των τροφίμων, για το κρέας, τις ελιές, το τυρί, τα ψάρια. Αλάτι μάζευαν οι γυναίκες από τους βράχους στην Στέρνα. Τον Αύγουστο, εποχή που οι άνδρες «χτυπούσαν» τα πεύκα, κατέβαιναν οι γυναίκες παρέες παρέες, μαζί με τα παιδιά, και έμενα για δύο τρεις μέρες κοντά στην παραλία. Ετοίμαζαν το φαγητό σε μια αυτοσχέδια κουζίνα και την ελεύθερη ώρα τους μάζευαν αλάτι από τα «σπιθάρια», τις γούβες στους βράχους. Με το μαΐστρο οι γούνες αυτές γέμιζαν θαλασσινό νερό. Με την ζέστη του καλοκαιρινού ήλιου, το αλάτι έπηζε και ήταν έτοιμο για μάζεμα.